- ἑναδικήν
- ἑναδικόςpertaining to unityfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναδικός — ή, ό (AM ἑναδικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, μοναδικός («τὴν έναδικὴν οὐσίαν τῆς ἁπλῆς καὶ μοναδικῆς θεότητος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναδικόν («τὸ ἑναδικὸν τῆς πατρικῆς θεότητος», Δίδυμ.). επίρρ... εναδικώς … Dictionary of Greek